διαλωβώ

διαλωβώ
διαλωβῶ (-άω) (AM)
1. κολοβώνω, κουτσουρεύω
2. μέσ. διαλωβῶμαι (επιτατ. τ. τού λωβῶμαι)
α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω
β) βασανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”